τριττύαρχος

τριττύαρχος
τριττῠαρχ-ος, ,
A chief of a

τριττύς 111

, IG22.641.31 (iii B. C.), Poll.8.109; = tribunus, D.H.2.7; of an officer in the army, Lib.Or.25.58; [full] τριττυάρχης, EM768.13.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τριττύαρχος — chief of a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριττύαρχος — και δ. γρφ. τρικτύαρχος, ὁ, Α 1. ο επικεφαλής τριττύος τού αθηναϊκού κράτους 2. ο τριβούνος τού ρωμαϊκού κράτους 3. αξιωματικός τού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριττύς / τρικτύς + αρχος*] …   Dictionary of Greek

  • τριττύαρχοι — τριττύαρχος chief of a masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PHRATRICA — Graece Φρατρικὰ, dicebantur in Rep. Atheniensium convivia, a tribulibus vel societatis eiusdem consortibus, amicitiae mutuae conservandae augendaeque celebrari solita. Instituta hâc fini a Solone, ut et alia quaedam, de quibus ita Athenaeus,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τρικτύαρχος — ὁ, Α βλ. τριττύαρχος …   Dictionary of Greek

  • τριττυάρχης — ὁ, Α ο τριττύαρχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριττύς + άρχης*] …   Dictionary of Greek

  • τριττυαρχώ — και δ. γρφ. τρικτυαρχῶ, έω, Α [τριττύαρχος / τρικτύαρχος] είμαι επικεφαλής αθηναϊκής τριττύος …   Dictionary of Greek

  • Κράσσος — (Crassus). Επώνυμο οικογένειας πληβείων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Λούκιος Λικίνιος (Lucius Licinius, 140 – 91 π.Χ.). Νομομαθής πολιτικός. Διετέλεσε διαδοχικά τριττύαρχος (107 π.Χ.), ύπατος (95 π.Χ.) και τιμητής (92 π.Χ.). Λόγω της ευγλωττίας του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”